- κασιγνητικός
- κασιγνητικός, -ή, -όν (Μ)αδελφικὸς.[ΕΤΥΜΟΛ. < κασίγνητος + κατάλ. -ικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κασιγνητικός — brotherly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασιγνητικοῦ — κασιγνητικός brotherly masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)